- σκελεθρωμένος
- η , ο костлявый, тощий; сухопарый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκελεθρωμένος — η, ο, Ν βλ. σκελετωμένος … Dictionary of Greek
σκελετωμένος — και σκελεθρωμένος, η, ο, Ν σκελετώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο] … Dictionary of Greek
κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος … Dictionary of Greek
σκελετωμένος — σκελετωμένος, η, ο και σκελεθρωμένος, η, ο πολύ ισχνός: Κάτω από τα σχισμένα ρούχα του διέκρινες τα σκελετωμένα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)